- κήπος
- Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων, θάμνων ή διαφόρων αρχιτεκτονημάτων. Η τεχνική αυτή είναι αρχαιότατη και συνδέεται –από άποψη προέλευσης– με παραδόσεις και έθιμα αγροτικού και οικιακού χαρακτήρα. Οι μεγάλοι πολιτισμοί της Εγγύς Ανατολής ανήγαγαν τη διαμόρφωση κ. σε τέχνη, με υψηλά επίπεδα εκλεπτυσμένης τελειότητας. Ονομαστοί ήταν οι κρεμαστοί κ. της Βαβυλώνας (ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου), οι περσικοί παράδεισοι (μεγάλα πάρκα, όπου ακόμη και το κυνήγι ήταν ελεύθερο) και οι αιγυπτιακοί βασιλικοί κ. Η παράδοση της Ανατολής συνεχίστηκε κατά την ελληνιστική περίοδο, υιοθέτησε νέους τρόπους έκφρασης με την πάροδο των αιώνων και εξελίχθηκε στα πλαίσια του ισλαμικού πολιτισμού με τους πολυτελείς κ. των Αράβων χαλίφηδων και των Οθωμανών σουλτάνων. Ο πολιτισμός αυτός χάρισε πολύτιμα δείγματα και στην Ευρώπη, με τους αραβικούς κ. της Σικελίας ή τους ονομαστούς κ. της Γρενάδα και της Σεβίλης στην Ισπανία.
Η Ελλάδα χρησιμοποίησε τους κ. για να διακοσμήσει κυρίως τους χώρους γύρω από τα δημόσια κτίρια ή τα τεμένη των ιερών. Συνηθίζονταν, ωστόσο, οι ιδιωτικοί κ. και τα πάρκα, τα οποία ήταν στολισμένα με ροδώνες, λίμνες, λεύκες και κυπαρίσσια.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι υπήρχαν μυστικές σχέσεις μεταξύ του φυτικού κόσμου και των θεών ή των ηρώων. Είχε δημιουργηθεί έτσι γύρω από τη φύση μια ατμόσφαιρα θεϊκής προστασίας, που συμπληρωνόταν με αυστηρούς νόμους. Στην αρχαία Αθήνα, ο πλέον ονομαστός κ. ήταν αυτός της Ακαδημίας. Το κέντρο του κ. απαρτιζόταν από 12 ελιές, που προέρχονταν από την ιερή ελιά της Ακρόπολης. Αργότερα, φυτεύτηκαν γύρω τους και άλλα καλλωπιστικά δέντρα και θάμνοι, διαμορφώνοντας έτσι την τελική εικόνα του πάρκου. Ο Ίππαρχος, γιος του Πεισίστρατου, τον περιέφραξε και αργότερα ο Κίμων συμπλήρωσε τη φύτευση, χάραξε ωραίους δρόμους και πλατείες, σχημάτισε δεντροστοιχίες, εξασφάλισε το νερό της άρδευσης και, γενικά, διαρρύθμισε και εξωράισε ολόκληρο τον χώρο. Αργότερα τοποθετήθηκαν τα αγάλματα των Χαρίτων, ο ανδριάντας του Πλάτωνα, οι βωμοί των Μουσών, του Έρωτα, του Προμηθέα και άλλα αναθήματα, τα οποία τόνισαν χαρακτηριστικά σημεία του χώρου. Οι γραφικοί του δρόμοι με τις σκιερές δεντροστοιχίες φιλοξένησαν την απαρχή της περίφημης φιλοσοφικής διδασκαλίας του Πλάτωνα το 387 π.Χ.
Στη Ρώμη, η τέχνη διαμόρφωσης των κ. απέκτησε μεγάλη διάδοση και σπουδαιότητα. Αρχικά ως απλός, οικιακός λαχανόκηπος, ο ρωμαϊκός κ. έλαβε προοδευτικά μια αρχιτεκτονική διαμόρφωση, η οποία αποτέλεσε σταθερό χαρακτηριστικό στη μακρόχρονη ιστορία του.
Στο λοφώδες έδαφος της ρωμαϊκής πεδιάδας και σε ένα περιβάλλον κατοικημένο από τους θεούς μιας αγροτικής μυθολογίας, οι πλατιές αναβαθμίδες στις πλαγιές και οι ευθύγραμμοι δεντρόφυτοι δρόμοι, στολισμένοι με κυπαρίσσια, με φράχτες από μυρτιές και δεντρολίβανα, με άνθη και πέργολες έδωσαν μορφή στο όραμα της φύσης που κυριαρχούσε στον χαρακτήρα του ρωμαϊκού κ. Επιπρόσθετα, η αρχιτεκτονική τον εμπλούτισε με περιστύλια, εξέδρες, παλαίστρες, κρήνες, ερμές και ναΐσκους.
Παράλληλα με τον περιορισμένο οικιακό κ. στα περιστύλια των οικιών, περιτριγυρισμένο από κολόνες (ωραιότατα τα παραδείγματα της Πομπηίας), την εποχή της δημοκρατίας προέβαλλαν συχνά στην πόλη και στις μεγάλες βίλες των περιχώρων πάρκα και ονομαστοί κ., όπως του Λούκουλλου στο Πίντσιο ή οι σαλούστιοι και οι πομπηιανοί κ. Η ars topiaria (η τέχνη διαμόρφωσης του τοπίου), δηλαδή η τέχνη των αρχιτεχνίτων κηπουρών, έφτασε σε μεγάλη ακμή στα χρόνια της αυτοκρατορίας. Σε αυτό συνέβαλε επίσης η αφθονία του νερού, το οποίο αναδείχθηκε σε απαραίτητο στοιχείο της σύνθεσης μέσα στα νυμφαία, στις λίμνες και στις θέρμες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα υπήρξαν οι μεγαλοπρεπείς κ. του Μαικήνα και το μεγάλο πάρκο της Χρυσής Οικίας στο Βατικανό, ενώ δεν στερούνταν χάρης οι κ. της Δομιτίας και, αργότερα, του Νέρωνα. Ένα διάδημα από έργα αρχιτεκτονικής του πράσινου περιέβαλλε τη Ρώμη, αποτελώντας –μαζί με τους δημόσιους κ. που τη διέσχιζαν– βασικό πολεοδομικό στοιχείο της πόλης.
Η κηποτεχνία παράκμασε κατά τον Μεσαίωνα και περιορίστηκε στους στενόχωρους μοναστηριακούς περιβόλους, για να αναπτυχθεί με αργούς ρυθμούς κατά τη γοτθική εποχή. Οι φιλολογικές περιγραφές, η μικρογραφία και η ζωγραφική της εποχής παρουσιάζουν τον γοτθικό κ. κλεισμένο μέσα σε τοίχους –όπως τα περιφράγματα των μοναστηριών– με μια κρήνη στο κέντρο, την κρήνη της νεότητας (fons juventutis) ή κρήνη του έρωτα (fons amoris), περιτριγυρισμένη από μικρές δεντροστοιχίες, παρτέρια ανθών και οπωροφόρα δέντρα. Οι κ. αποτελούσαν έναν μικρό, ανθισμένο και οικείο κόσμο, ο οποίος, μέσα στη στενότητα των ορίων του, αντικατόπτριζε την κλειστή φεουδαρχική κοινωνία.
Η Αναγέννηση ανανέωσε την κηποτεχνία και την οδήγησε –αρχικά στην Ιταλία και ύστερα σε όλη την Ευρώπη– σε επίπεδα μεγάλης λαμπρότητας.
Με μια αυστηρά αρχιτεκτονική αντίληψη (γεωμετρία των σχεδίων, συμμετρία γύρω από τους κύριους οπτικούς άξονες, αξιολόγηση των συντελεστών της προοπτικής) οι κηπουροί της περιόδου εκμεταλλεύτηκαν τη φύση του συχνά ανώμαλου εδάφους και, με τη χρήση αειθαλών θάμνων και δέντρων, πραγματοποίησαν συνθέσεις εξαιρετικής κομψότητας.
Ο κ. της Αναγέννησης ήταν αρχικά περιορισμένος, όπως στον Μεσαίωνα, όμως κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι. διεύρυνε προοδευτικά τα όριά του προς το περιβάλλον τοπίο. Η αρχιτεκτονική της πέτρας, τα μέγαρα ή οι αγροτικές βίλες, τα νυμφαία, οι ναΐσκοι είχαν καθορισμένη λειτουργικότητα· μαζί με το νερό από τις κρήνες, τους τεχνητούς καταρράκτες και τις λίμνες συμμετείχαν στην αρμονική ενότητα των συνθέσεων. Πάρκα και κ. σχεδιάστηκαν από μεγάλους αρχιτέκτονες της Αναγέννησης, από τον Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι μέχρι τον Φραντσέσκο ντι Τζόρτζιο και από τον Μικελότσο μέχρι τον Τζουλιάvo ντα Μαϊάνο. Τον 16o αι. ο Ντονάτο Μπραμάντε σχεδίασε τα κλιμακωτά επίπεδα με τις μεγάλες προοπτικές του κ. Μπελβεντέρε του Βατικανού, που πλέον δεν σώζονται. Ο Πίρo Λιγκόριο κατασκεύασε τη Βίλα ντ’ Έστε στο Τίβολι, με τα φαντασμαγορικά παιχνιδίσματα του νερού. Στη Φλωρεντία, οι Τριμπόλο και Μπαρτολομέο Αμανάτι δημιούργησαν τον κ. Μπόμπολι.
Η μόδα του ιταλικού κ. διαδόθηκε στην Ευρώπη τoν 16o αι. και διήρκεσε σε όλη τη διάρκεια του 17oυ αι. (Φοντενεμπλό στο Παρίσι, Χάμπτον Κορτ στην Αγγλία, Ισπανία, Ρωσία, Αυστροουγγαρία). Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αι. στη Γαλλία, ο Αντρέ Λε Νοτρ ξεκίνησε από την ιταλική παράδοση και έφτασε σε νέες εκφραστικές μορφές, επιβεβλημένες κυρίως από τη φύση του πεδινού εδάφους. Οι επινοήσεις του (τα ανθισμένα παρτέρια, οι ακίνητες σαν καθρέφτες επιφάνειες νερού, οι θαυμαστές δεντροστοιχίες) συγκρότησαν το ύφος του ρυθμού του γαλλικού κ., κυρίαρχου στην Ευρώπη τον επόμενο αιώνα. Ωστόσο, κατά τα τέλη του 18ου αι., γεννήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία ο ρομαντικός κ., γνωστός και ως αγγλικός. Εμπνευσμένος από το ιδανικό της επιστροφής στην απλότητα και στην αυθεντικότητα της φύσης, εισήγαγε στην Ευρώπη του 19ου αι. μορφές τεχνητής λεπτότητας, που προκαλούν στον επισκέπτη μια σειρά απρόβλεπτων εντυπώσεων. Αυτές επιτεύχθησαν με τη χάραξη ελικοειδών δρόμων, με επιμελημένους χλοοτάπητες, δασύλλια, τεχνητά ερείπια, απομιμήσεις αρχαίων γλυπτών, λίμνες και σπήλαια.
Σήμερα, η κηποτεχνία έχει εγκαταλείψει τους χώρους της αυλής και προσεγγίζει τα προβαλλόμενα από την πολεοδομία θέματα, καθώς η τελευταία θεωρεί τις μεγάλες επιφάνειες πρασίνου μια σημαντική κοινωνική ανάγκη και καθοριστικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής των νέων πόλεων.
Στην Άπω Ανατολή (ειδικότερα στην Κίνα και στην Ιαπωνία) η κηποτεχνία ρυθμίζεται από αυστηρούς κανόνες, ενώ διαμόρφωσε, στο πέρασμα των αιώνων, μία από τις βασικές όψεις αυτών των πολιτισμών. Ο κινεζικός κ., καθώς απομακρύνεται από τη συμμετρία και το έκδηλο τεχνούργημα, εμπνέεται από τη φύση και την απομιμείται με ποιητικό τρόπο, χρησιμοποιώντας στοιχεία με διακριτική παρουσία, κατάλληλα να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα γαλήνης, μόνωσης και αυτοσυγκέντρωσης. Βράχοι, λίμνες, γεφυράκια, νησίδες, συστάδες από μπαμπού, μικρά ανθισμένα δρομάκια, δέντρα κερασιάς και αμυγδαλιάς αποτελούν σταθερά στοιχεία, τα οποία (τόσο στους μικρούς όσο και στους μεγάλους κ.) συνθέτουν ένα τοπίο με πολλές μακρινές προοπτικές και με εσωτερική γαλήνη ταυτόχρονα. Περίφημοι είναι οι παλιοί αυτοκρατορικοί κ. του Πεκίνου και οι πολυάριθμοι κ. των βουδιστικών μοναστηριών.
Στην Ιαπωνία, η παράδοση του κ. χρησιμοποιεί τα ίδια τυπικά στοιχεία με εκείνα του κινεζικού, από τον οποίο προέρχεται· τείνει, όμως, προς έναν θεματικό συμβολισμό ορισμένων αφηρημένων ιδεών. Έτσι, υπάρχουν κ. με θέμα τη νεότητα, την αγνότητα ή την ειρήνη, μέσω της χρήσης ποικίλων διαρρυθμίσεων και μορφών που γίνονται πολύπλοκες, καθώς υπάρχουν πολλές σχολές κηποτεχνίας και η ερμηνεία του έργου καθίσταται δύσκολη.
κηποκομία. Κλάδος της γεωργίας, ο οποίος ασχολείται (από επιστημονικής και πρακτικής πλευράς) με την καλλιέργεια του περιφραγμένου αγρού. Περιλαμβάνει τους κλάδους της λαχανοκομίας, της ανθοκομίας καθώς και της καλλωπιστικής και καρποφόρας δενδροκομίας. Στην κηποκομία υπάγεται επίσης η αρχιτεκτονική των διακοσμητικών κ.
κηπουρική. Όλες οι πρακτικές γνώσεις και εργασίες που σχετίζονται με τη σπορά, τη φύτευση, την καλλιέργεια και την περιοδική ή γενική συντήρηση ενός κ. Κατά συνέπεια, η κηπουρική δεν ασχολείται ούτε με τις εργασίες της αρχιτεκτονικής των κ., που πραγματοποιούνται για να ικανοποιηθεί ένας αισθητικός σκοπός (κ. ιταλικού, αγγλικού κ.ά. τύπου), ούτε με τις προκαταρκτικές εργασίες δημιουργίας ενός κ., όπως είναι η προετοιμασία του εδάφους (για παράδειγμα, βαθιά άροση, καθάρισμα, εκχωμάτωση, επιχωμάτωση, ισοπέδωση, εγκατάσταση αποχετευτικού και υδραυλικού δικτύου κλπ.). Η πραγματική κηπουρική, ως κλάδος πρακτικών γνώσεων και εργασιών, αρχίζει από τη στιγμή που τα φυτά τοποθετούνται στο έδαφος.
Επειδή ασχολείται με φυτικά στοιχεία ποικίλων ειδών και σημασίας (από τα άνθη μέχρι τα λαχανικά και από τα καλλωπιστικά φυτά έως τα καρποφόρα), το πρώτο της μέλημα είναι να διαπιστώσει την καταλληλότητα της τοποθέτησης των φυτών, αναφορικά με τις απαιτήσεις τους – δηλαδή ως προς τη χημική σύνθεση του εδάφους, τον αερισμό, την υγρασία, τον ήλιο κλπ.
Η ακατάλληλη σύνθεση του εδάφους μπορεί να προκαλέσει ανισότητα στη διατροφή των φυτών· για παράδειγμα, το πλεόνασμα ενός συστατικού μπορεί να προκαλέσει υπερβολική ανάπτυξη του βλαστού, με αποτέλεσμα την ελαττωμένη ανθεκτικότητα του ξύλου, ενώ μια ανεπάρκεια θρεπτικών ουσιών μπορεί να επιφέρει καχεκτική βλάστηση, χλώρωση των φύλλων και ακαρπία. Επίσης, φυτά που ευδοκιμούν στη σκιά, φθίνουν και συχνά ξεραίνονται, αν εκτεθούν στον ήλιο.
Επιπλέον, οι πληγές που προκαλούνται στα φυτά απαιτούν άμεση θεραπεία, επειδή διευκολύνουν την είσοδο επιζήμιων μικροοργανισμών. Γι’ αυτό ακόμα και οι τομές του κλαδέματος πρέπει να γίνονται με κοφτερά και καθαρά εργαλεία, ώστε να επουλώνονται γρήγορα. Είναι, τέλος, απαραίτητη η φροντίδα για την καταπολέμηση των εντόμων, που καταστρέφουν τη βλάστηση. Εξίσου σπουδαίες εργασίες είναι η λίπανση, ως συμπλήρωση των θρεπτικών ουσιών του εδάφους, και η άρδευση. Επομένως, η συστηματική κηπουρική απαιτεί μια μελετημένη σειρά από εργασίες για κάθε περίοδο του έτους (σπορά, ανάπλαση του εδάφους, λίπανση, κλάδεμα) και άλλες ειδικότερες, ανάλογα με το έδαφος, το κλίμα και την εκάστοτε καλλιέργεια.
Από τους ιαπωνικούς κήπους ξεχωρίζει ο κήπος της Οσάκα, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται και μία παγόδα εξαιρετικής αρχιτεκτονικής.
Στον κήπο Ριοάνζι του Κιότο (16ος αι.) η άμμος συμβολίζει τη θάλασσα.
Η συστηματική κηπουρική απαιτεί μια μελετημένη σειρά από εργασίες για κάθε περίοδο του έτους και άλλες ειδικότερες, ανάλογα με το έδαφος, το κλίμα και την εκάστοτε καλλιέργεια (φωτ. ΑΠΕ).
Το πάρκο του πύργου του Βο-λε-Βικούντ στη Γαλλία, το οποίο μελετήθηκε, σχεδιάστηκε και φυτεύτηκε μεταξύ 1655-61 από τον αρχιτέκτονα κήπων Αντρέ Λε Νοτρ.
Κηποτεχνία στο περιβάλλοντα χώρο του παλατιού Χάμπτον Κορτ στο Λονδίνο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *ο (ΑΜ κῆπος, Α δωρ. τ. κᾱπος)περίφρακτος τόπος όπου καλλιεργούνται ευγενή ή διακοσμητικά ή εδώδιμα φυτά, δέντρα, άνθη και λαχανικά, περιβόλι (α. «το σπίτι τους έχει έναν πολύ μεγάλο κήπο» β. «ὁμοία ἐστί κόκκῳ σινάπεως, ὃv λαβὼν ἄνθρωπος ἔβαλεν εἰς κῆπον ἑαυτοῡ», ΚΔ)νεοελλ.φρ. α) «βοτανικός κήπος» — επιστημονικό ίδρυμα και κήπος στον οποίο υπάρχουν και μελετώνται από επιστήμονες συλλογές ζωντανών φυτών που καλλιεργούνται σε φυσικό περιβάλλον ή σε θερμοκήπιαβ) «Εθνικός Κήπος»(γνωστός άλλοτε και ως Βασιλικός Κήπος, γιατί επί βασιλείας Όθωνος και Γεωργίου Α' ήταν ο κήπος τών ανακτόρων) ο καλύτερα συντηρούμενος δημόσιος κήπος τής Αθήνας, ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο τής πόλης, έχει έκταση 175 περίπου στρέμματα, περιλαμβάνει πολλών ειδών φυτά, καθώς και μερικές προτομές και ένα ηλιακό ρολόιγ) «ζωολογικός κήπος» — χώρος με ειδικές εγκαταστάσεις για τη διαβίωση σπάνιων ή άγριων ζώωνδ) «κρεμαστοί κήποι» — οι κήποι που αποτελούνται από ανισόπεδα τμήματα κατά κλίμακεςε) «οι Κρεμαστοί Κήποι τής Βαβυλώνος»(κατά την παράδοση) τεχνητός λόφος με κατάφυτα επίπεδα υψωμένος πάνω σε μια θολωτή κατασκευή, τον οποίο θεωρούσαν ως ένα από τα επτά θαύματα τού κόσμουστ) «παιδικός κήπος» — νηπιαγωγείο με κήπο, όπου φοιτούν παιδιά προσχολικής ηλικίαςζ) «σχολικός κήπος» — κήπος προσαρτημένος σε σχολείο, που καλλιεργείται από τους μαθητές για παιδαγωγικούς σκοπούςαρχ.1. τόπος ή χώρα πλούσια σε καλλιέργεια και παραγωγή (α. «αμφὶ κᾱπον Ἀφροδίτης ἀειδόμενον» — η Κυρήνη, Πίνδ.β. «κῆπος Εὐβοίας», Σοφ.)2. μτφ. (για την ποίηση) χώρος ανθοστόλιστος («ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾱπον» — καρπώνομαι τον εξαίρετο χώρο τών Χαρίτων, Πίνδ.)3. ο περιφραγμένος χώρος ὅπου γίνονταν οι Ολυμπιακοὶ αγώνες («ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾱπος», Πίνδ.)4. είδος κοψίματος και διακοσμήσεως τών μαλλιών5. το εφήβαιο τών γυναικών6. φρ. α) «Διὸς κῆποι»i) η Λιβύηii) ο ουρανόςβ) «οἱ ἀπὸ τῶν κήπων» — οι μαθητές τού Επικούρου, ο οποίος δίδασκε σε κήπογ) «Ἀδώνιδος κῆποι» — φυτά που φυτεύονταν κατά τις εορτές τών Αδωνίων και που ξεραίνονταν σε λίγες μέρες, επειδή ήταν ακατάλληλη η εποχήη φρ. λέγεται για πρόσκαιρα, εφήμερα πράγματα7. παροιμ. «οἱ Ταντάλου κῆποι» — για μάταιη ηδονή.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kāp- «κομμάτι γης, οικόπεδο», οπότε συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huoba «κήπος», αρχ. σαξ. hōba «κομμάτι γης», νέο άνω γερμ. Hufe, Hube «κομμάτι γης, πλέθρο», ολλ. hoere «αγροτικό κτήμα», αλβ. kopshte «κήπος».ΠΑΡ. κηπαίος, κηπεύωαρχ.κηπάδιον, κήπειος, κηπεύς, κηπίδες, κηπίοναρχ.-μσν.κηπίδιονμσν.κηπούλι, κηπούριν νεοελλ. κηπάκι, κηπάριο.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κηποκόμος, κηπουρόςαρχ.κηποκόμας, κηπολαχανία, κηπολάχανον, κηπολόγος, κηποπαράδεισος, κηπόταφος, κηποτύραννος, κηπουργία, κηπωρόςμσν.κηποποιία, κηπουργώμσν.- νεοελλ.κηποπότισμα, κηποφυλαξνεοελλ.κηπομανής, κηπομανία, κηπόπολη. (Β' συνθετικό) αγρόκηποςαρχ.αλεξίκηπος, μανιόκηπος, περίκηπος, φιλόκηποςνεοελλ.αγκιναρόκηπος, άκηπος, αμπελόκηπος, ανθόκηπος, βυσσινόκηπος, δενδρόκηπος, λαχανόκηπος, λουλουδόκηπος, ξερόκηπος, ροδόκηπος].
Dictionary of Greek. 2013.